brennen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbʁɛnən/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : bren‐nen
Ρήμα[επεξεργασία]
brennen (de)
- (αμετάβατο) καίω
- (μεταβατικό) ψήνω
brennen (de)