bruise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bruise < μέση αγγλική bruisen

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɹuːz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bruise bruises

bruise (en)

ενεστώτας bruise
γ΄ ενικό ενεστώτα bruises
αόριστος bruised
παθητική μετοχή bruised
ενεργητική μετοχή bruising

bruise (en)