burner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
burner burners

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
burner < burn + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

burner (en)

  1. κάποιος ή κάτι που καίει
  2. συσκευή εγγραφής σε CD / DVD
  3. το μάτι εστίας, το μάτι κουζίνας
    Put the pot on the large burner.
    Βάλε τη χύτρα πάνω στο μεγάλο μάτι.
     συνώνυμα: ring (ΗΒ), hot plate

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]