burp

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

burp (en)

 συνώνυμα: belch

burp (en)

  1. ρεύομαι
  2. κάνω κάποιον να ρευτεί (πχ ένα μωρό)