butterfly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
butterfly butterflies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

butterfly (en)

  • (έντομο) η πεταλούδα
    I see a million colorful butterflies.
    Βλέπω ένα εκατομμύριο πολύχρωμες πεταλούδες.

Πηγές[επεξεργασία]