caedo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
caedo < πρωτοϊταλική *kaidō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkae̯.doː/ (κλασική λατινική)
ΔΦΑ : /ˈt͡ʃɛː.do/ (εκκλησιαστική λατινική)

caedo

  1. κόβω
  2. χτυπώ
  3. φονεύω, σκοτώνω
  4. κατανικώ

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]