calice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.lis/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
calice calices

calice (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) το δισκοπότηρο
  2. (βοτανική) ο κάλυκας