candeur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
candeur candeurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

candeur (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]