capitularium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]căpĭtŭlārĭum ουδέτερο
- καπιτουλάριο, συλλογή νόμων ή γραφών
- ※ Capitularia regum Francorum, Alfred Boretius; Victor Krause, Hannoverae, Impensis Bibliopolii Hahn, 1883-97 ([1]) (Τα καπιτουλάρια του Φραγκικού Βασιλείου)
- εκκλησιαστικό βιβλίο
- ύφασμα κεφαλής
- τόπος συγκέντρωσης μοναχών
- κεφαλικός φόρος
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- capitularium - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.