capitularium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
capitularium < capitulum + -arium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

căpĭtŭlārĭum ουδέτερο

  1. καπιτουλάριο, συλλογή νόμων ή γραφών
    ※  Capitularia regum Francorum, Alfred Boretius; Victor Krause, Hannoverae, Impensis Bibliopolii Hahn, 1883-97 ([1]) (Τα καπιτουλάρια του Φραγκικού Βασιλείου)
  2. εκκλησιαστικό βιβλίο
  3. ύφασμα κεφαλής
  4. τόπος συγκέντρωσης μοναχών
  5. κεφαλικός φόρος
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική capitularium capitularia
γενική capitulariī & capitulari capitulariōrum
δοτική capitulariō capitulariīs
αιτιατική capitularium capitularia
κλητική capitularium capitularia
αφαιρετική capitulariō capitulariīs
(β' κλίση)