capturer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

capturer (fr)

  1. αιχμαλωτίζω
  2. αποτυπώνω
  3. (μεταφορικά) γοητεύω
    il sait trouver les mots pour capturer son auditoire
    ξέρει να βρίσκει τις λέξεις για να γοητεύει το ακροατήριό του