carène

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Carène

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carène < λατινική carina < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- (κέρας, κορυφή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carène (fr) θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]