cardamine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cardamine (en)

  • (φυτό) το φυτό καρδαμίνη [η, (θηλυκό el)] (οικογένεια: Brassicaceae)
    εσφαλμένα συγχέεται με το κάρδαμο/cardamom (οικογένεια: Zingiberaceae)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]