caresse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
caresse caresses

Ετυμολογία [επεξεργασία]

caresse < charesse < ιταλική carezza < μεσαιωνική λατινική caritia < carus (ακριβός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ʁɛs/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

caresse (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]