casual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός casual
συγκριτικός more casual
υπερθετικός most casual

Επίθετο

[επεξεργασία]

casual (en)

  • καθημερινός
    She usually wears casual clothes at work.
    Αυτή συνήθως φοράει καθημερινά ρούχα στη δουλειά.