cecha

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

cecha < παλαιά γερμανική zēche (αναγνωριστικό σήμα, σημάδι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈt͡sɛ.xa/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cecha (pl) θηλυκό

  1. το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα
  2. (μαθηματικά) το ακέραιο μέρος (συνήθως μόνο για τους λογάριθμους)
     συνώνυμα: podłoga, część całkowita, entier