celà

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίρρημα

[επεξεργασία]

celà (fr)

  • συνηθισμένη, όμως αδόκιμη, μορφή του cela