celibacy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

celibacy (en)

  1. η αγαμία
  2. η αγνότητα (η αποχή από τη σεξουαλική πράξη)