centenaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
centenaire < (nombre) centenaire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
centenaire centenaires

centenaire (fr) αρσενικό

nous fêtons le centenaire de sa mort - γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από το θάνατό του

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
centenaire centenaires

centenaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]