charabia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
charabia | charabias |
charabia (fr) αρσενικό
- (οικείο) ιδίωμα ή αδόκιμος τρόπος έκφρασης που παραμένουν δύσκολα αντιληπτά, ασυναρτησία