charité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
charité charités

charité (fr) θηλυκό

  1. η αγαθοεργία
  2. η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη
  3. η καλοσύνη