charrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- charrier < char
Ρήμα
[επεξεργασία]charrier (fr)
- μεταφέρω (κάτι) με καροτσάκι
- (μεταφορικά) (οικείο) ειρωνεύομαι, κοροϊδεύω
- → δείτε τη λέξη se moquer