cherté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cherté | chertés |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cherté (fr) θηλυκό
- η ακρίβεια, η μεγάλη τιμή ενός εμπορεύματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη cher