chinchilla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chinchilla (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) τσιντσιλά, γένος τρωκτικών από τη νότια Αμερική
  2. η γούνα αυτού του τρωκτικού