chouillat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]chouillat (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chouillat (fr) αρσενικό
- παραλλαγή του chouïa από γαλλοποίηση της λέξης, ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
- Enfin un chouillat d'honnêteté journalistique ! - Επιτέλους ένα ίχνος δημοσιογραφική τιμιότητα!
Επίρρημα
[επεξεργασία]chouillat (fr)