cicho

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cicho < → δείτε τη λέξη cichy

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

cicho (pl)

  1. σιγά, ήσυχα

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

cicho (pl)

  1. σιγά, ήσυχα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη cichy