cień

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʨ̑ɛ̇̃ɲ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cień (pl) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • bać się własnego cienia: φοβάμαι και τη σκιά μου
  • teatr cieni: θέατρο σκιών

Συγγενικά

[επεξεργασία]