cipolla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cipolla cipolle

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cipolla < υστερολατινική cepulla < λατινική cepa

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃiˈpol.la/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cipolla (it) θηλυκό

  1. (λαχανικό) κρεμμύδι
  2. ρολόι τσέπης

Πηγές[επεξεργασία]