circle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
circle circles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

circle (en)

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
  2. ο κύκλος, ομάδα ανθρώπων με τα ίδια ενδιαφέροντα
    This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
    Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
    They move in the best circles.
    Κινούνται στην καλύτερη κοινωνία.

Πηγές[επεξεργασία]