circle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
circle | circles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
circle (en)
- (γεωμετρία) ο κύκλος
- ο κύκλος, ομάδα ανθρώπων με τα ίδια ενδιαφέροντα
- ↪ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ↪ They move in the best circles.
- Κινούνται στην καλύτερη κοινωνία.
- ↪ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
Πηγές[επεξεργασία]
- circle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ