clessidra

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

clessidra < λατινική clepsydra < αρχαία ελληνική κλεψύδρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
clessidra clessidre

clessidra (it)