clog

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /klɒɡ/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /klɑɡ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
clog clogs

clog (en)

  1. ξυλοπάπουτσο
  2. τσόκαρο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας clog
γ΄ ενικό ενεστώτα clogs
αόριστος clogged
παθητική μετοχή clogged
ενεργητική μετοχή clogging

clog (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Ιρλανδικά γαελικά (ga)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

clog (ga)