coing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coing coings

coing (fr) αρσενικό



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
coing < λατινική cuneum (γωνία)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coing αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
coing < λατινική cotoneum ή cydoneum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coing αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]