colonne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
colonne colonnes

colonne (fr) θηλυκό

  1. η κολώνα
  2. (αρχιτεκτονική) κίονας, στύλος