colvert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

colvert < col + vert

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
colvert colverts

colvert (fr) αρσενικό