compose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | compose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | composes |
αόριστος | composed |
παθητική μετοχή | composed |
ενεργητική μετοχή | composing |
Ρήμα
[επεξεργασία]compose (en)
- συντάσσω
- συνθέτω
- (επίσημο) αποτελώ
- ↪ Water is composed of oxygen and hydrogen.
- Το νερό αποτελείται από οξυγόνο και υδρογόνο.
- ≈ συνώνυμα: comprise, consist of, constitute, form, make up και represent
- ↪ Water is composed of oxygen and hydrogen.