comprehend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας comprehend
γ΄ ενικό ενεστώτα comprehends
αόριστος comprehended
παθητική μετοχή comprehended
ενεργητική μετοχή comprehending

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɒmpɹɪˈhɛnd/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /kɑmpɹɪˈhɛnd/ (ΗΠΑ)
 

Ρήμα[επεξεργασία]

comprehend (en)

  1. κατανοώ
  2. περιλαμβάνω

Συγγενικά[επεξεργασία]