compute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

compute < άμεσο δάνειο από τη γαλλική computer < λατινική computō

compute (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) JavaScript Syntax. Πρόσβαση 2021-03-07.