conception

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

conception < απώτερη αρχή, η λατινική conceptio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kənˈsɛp.ʃən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conception (en)

  1. η ικανότητα σχηματισμού νοητικών αφαιρέσεων
  2. επινόηση, επινόημα, σύλληψη
  3. κύηση (εμβρύου)
  4. το φρόνημα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

conception < λατινική conceptio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.sɛp.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
conception conceptions

conception (fr) θηλυκό

  1. η ικανότητα σχηματισμού νοητικών αφαιρέσεων, η αντίληψη
  2. η επινόηση, η σύλληψη
  3. η κύηση (εμβρύου)
  4. η εκπόνηση


Συγγενικά

[επεξεργασία]