cone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: cône

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cone cones

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cone (en)

  1. (γεωμετρία) ο κώνος
  2. (γλυκό) το παγωτό χωνάκι
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο ice cream cone

Παράγωγα[επεξεργασία]



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cone cones

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cone (pt) αρσενικό