confortable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

confortable < αγγλική comfortable

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
confortable confortables

confortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άνετος
  2. αναπαυτικός
  3. βολικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη confort