congregate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας congregate
γ΄ ενικό ενεστώτα congregates
αόριστος congregated
παθητική μετοχή congregated
ενεργητική μετοχή congregating

congregate (en)