congregatio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]congregatio θηλυκό
- εταιρεία
- κοινωνία
- ένωση
- (νεολατινική σημασία) επιτροπή
Κλίση
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- congregatio - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.