consecrate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας consecrate
γ΄ ενικό ενεστώτα consecrates
αόριστος consecrated
παθητική μετοχή consecrated
ενεργητική μετοχή consecrating

Ετυμολογία [επεξεργασία]

consecrate < λατινική consecratus

Ρήμα[επεξεργασία]

consecrate (en)

  1. αγιάζω, καθαγιάζω
     συνώνυμα: sanctify
  2. απονέμω εκκλησιαστικό αξίωμα