contaminate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας contaminate
γ΄ ενικό ενεστώτα contaminates
αόριστος contaminated
παθητική μετοχή contaminated
ενεργητική μετοχή contaminating

contaminate (en)

  1. (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, εισάγω σε ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνους μικροοργανισμούς
    If the wound is contaminated
    Αν το τραύμα μολυνθεί
     συνώνυμα: infect
  2. (μεταβατικό) μολύνω, ρυπαίνω
    The cars contaminated the air with exhaust gases.
    Τ' αυτοκίνητα μόλυναν τον αέρα με καυσαέρια.
     συνώνυμα: pollute
  3. (μεταβατικό) μολύνω, κολλάω, προκαλώ αλλοίωση σε ηθικό ή πνευματικό επίπεδο
    He contaminated the whole class with his anarchic ideas.
    Κόλλησε όλη την τάξη με τις αναρχικές ιδέες του.
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460, 559. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κολλώ, μολύνω