contemporary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | contemporary |
συγκριτικός | more contemporary |
υπερθετικός | most contemporary |
Επίθετο[επεξεργασία]
contemporary (en)
- σύγχρονος, σε σχέση με κάποιον/κάτι άλλο
- σύγχρονος, που συμβαίνει τώρα
- ↪ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.
- Αυτός ο κύκλος των νέων δημιουργών εκπροσωπούσε τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις.
- ↪ This circle of young creators represented the contemporary artistic trends.