coordination

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coordination (fr)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
coordination < μέση γαλλική coordination

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koʊˌɔɹdɪˈneɪʃən/
τυπογραφικός συλλαβισμός: co‐or‐di‐na‐tion

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coordination coordinations

coordination (en)

  1. συντονισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συντονίζω
  2. η ικανότητα συντονισμού
  3. ισοτιμία
     αντώνυμα: subordination
  4. (γραμματική) η κατά παράταξη σύνδεση όμοιων όρων ή προτάσεων