cope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας cope
γ΄ ενικό ενεστώτα copes
αόριστος coped
παθητική μετοχή coped
ενεργητική μετοχή coping

cope (en) (αμετάβατο)