corbeille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
corbeille corbeilles

corbeille (fr) θηλυκό

  1. ο κάλαθος αχρήστων, ο σκουπιδοντενεκές
  2. το πανέρι, το καλάθι