correctrice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
correctrice correctrices

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

correctrice (fr) θηλυκό