corrida

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
corrida corridas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

corrida (fr) θηλυκό

  1. η ταυρομαχία
  2. (μεταφορικά) η ανακατωσούρα, η βαβούρα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
corrida corridas

corrida (pt) θηλυκό

  1. η ταυρομαχία