corrida
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
corrida | corridas |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]corrida (fr) θηλυκό
- η ταυρομαχία
- (μεταφορικά) η ανακατωσούρα, η βαβούρα
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
corrida | corridas |
corrida (pt) θηλυκό