cortege

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔɹˈtɛʒ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cortege (en)

  • πομπή που ακολουθεί μια κηδεία